- κατηβολή
- κατη-βολή, ἡ,A = τὸ ἐπιβάλλον, E.Frr.614,750.2 = καταβολή 111, Hp. ap. Gal.19.11c, Pl.Hp. Mi.372e (cf. Sch.), Hsch., Phot.3 = θυσία, τελετή, τὰ νομιζόμενα, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατηβολή — κατηβολή, ἡ (Α) 1. είδος εφήμερου εντόμου, για το οποίο λέγεται ότι γεννιέται και πεθαίνει την ίδια μέρα, το επιβάλλον* (βλ. επιβάλλω) 2. περιοδική προσβολή νόσου, κρίση, παροξυσμός 3. επιβολή, αξίωμα 4. (κατά τον Ησύχ.) «θυσία, τελετή, τὰ… … Dictionary of Greek
κατηβολή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηβολώ — κατηβολῶ, έω (Α) [κατηβολή] 1. πεθαίνω ξαφνικό παροξυσμό 2. λιποθυμώ … Dictionary of Greek
κατηβολῇσι — κατηβολέω swoon pres subj act 3rd sg (epic) κατηβολή fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηβολέων — κατηβολέω swoon pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) κατηβολή fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)